αμπυκτήρ

αμπυκτήρ
ἀμπυκτήρ (-ῆρος), ο (Α) [ἄμπυξ]
χαλινάρι, γκέμια αλόγου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀμπυκτῆρας — ἀμπυκτήρ horse s bridle masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπυκτῆρες — ἀμπυκτήρ horse s bridle masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπυκτῆρσιν — ἀμπυκτήρ horse s bridle masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπυκτήρια — ἀμπυκτήρ horse s bridle neut nom/voc/acc pl ἀμπυκτήριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμπυκτήριον — ἀμπυκτήριον, το (Α) [ἀμπυκτήρ] ο ἀμπυκτήρ …   Dictionary of Greek

  • άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… …   Dictionary of Greek

  • ἀμπυκτήρι' — ἀμπυκτήρια , ἀμπυκτήρ horse s bridle neut nom/voc/acc pl ἀμπυκτήρια , ἀμπυκτήριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”